- εφτάρι
- το [εφτά]1. σύνολο επτά ομοειδών μονάδων2. το αριθμητικό ψηφίο επτά (7)3. χαρτί τής τράπουλας που έχει επτά φορές το συμβολικό σημείο ενός από τα τέσσερα χρώματα: εφτάρι σπαθί-κούπα-καρό-μπαστούνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτά + κατάλ. -αρι* (πρβλ. εξ-άρι, πεντ-άρι)].
Dictionary of Greek. 2013.